- ρουμελιώτικος
- -η, -ο, Ν [Ρουμελιώτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρούμελη ή στους Ρουμελιώτες (α. «ρουμελιώτικα τραγούδια» β. «ρουμελιώτικη λεβεντιά»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ρουμελιώτικατο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα τής Ρούμελης.επίρρ...ρουμελιώτικασύμφωνα με τον τρόπο των Ρουμελιωτών.
Dictionary of Greek. 2013.